αναπορρόφητος

αναπορρόφητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ακόμη απορροφηθεί
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον καθηγητή τής Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”